Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Αυτοί που μας πήραν το βιβλίο απ’ το χέρι


«Αυτοί που μας πήραν το βιβλίο απ’ το χέρι,
 μας κατηγορούν γιατί μείναμε αδιάβαστοι»
- Μπέρτολτ Μπρεχτ
  
Όλες οι ευχές του κόσμου δικές σου μικρούλι μου
 
Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη

Ετών έξι και μισό. Μπόι ένα και είκοσι, κιλά είκοσι, μυαλό ξουράφι και ψυχή να μοιράσεις σε όλο τον κόσμο.
Δεν πρόλαβες μικρούλι μου να χορτάσεις τον ύπνο και πρέπει να ξυπνάς από τα χαράματα για να πας στο σχολείο μέχρι το απόγευμα....
 
Όμως, ακούς τους γονείς σου να λένε πως είσαι τυχερός κι εσύ κι αυτοί μαζί.
«Πάλι καλά», μονολογούν και ομολογούν κάθε βράδυ.
«Ευτυχώς που υπάρχει κι αυτή η δουλειά».
«Ας είναι και τόσες ώρες, αρκεί που υπάρχει».
«Αν λείψει, θα πούμε το ψωμί, ψωμάκι».
Τι καταλαβαίνεις εσύ μικρούλι μου από όλα αυτά;
Πολλά και τίποτα.
Αισθάνεσαι πως κάτι δεν πάει καλά γιατί βλέπεις τη διαφορά. Στα ψώνια, δεν υπάρχει πλέον σοκολάτα για σένα. Ούτε παιχνίδι, όπως υπήρχε παλιότερα.

Μόνο «που και που», όπως λέει χαρακτηριστικά η μαμά.
Αντιλαμβάνεσαι πως κάτι τρέχει και τότε δεν έχεις την ίδια όρεξη για να παίξεις. Ούτε γελάς τόσο συχνά γιατί και οι γονείς σου το ελάττωσαν πολύ το γέλιο.
«Που και που» κι αυτό, όπως με τα παιχνίδια και τις σοκολάτες σου.
Καταλαβαίνεις πως κάτι κακό έχει συμβεί χωρίς να χρειάζεται να σου το πει κάποιος. Το άκουσες και μόνος σου. Τότε που σηκώθηκες το βράδυ να πιεις νερό, άκουσες τους γονείς να λένε πως «δεν τα βγάζουν πέρα». Άλλωστε φέτος δεν πήγες ούτε διακοπές όπως άλλες χρονιές.
Γι’ αυτό και συ αποφάσισες να μην τους πεις ότι στενοχωριέσαι που θα είσαι τόσες ώρες στο σχολείο.
Αποφάσισες να τους δείχνεις πως είσαι χαρούμενος και να κρύβεις το δάκρυ που κυλάει άθελά σου όταν τους χαιρετάς το πρωί, τότε που ένας κόμπος ανεβαίνει σιγά-σιγά στο στηθάκι σου χωρίς να ξέρεις το γιατί.
Όλες οι ευχές του κόσμου δικές σου μικρούλι μου, γιατί είσαι μαζί «Όλες οι Ευχές» και «Όλος ο Κόσμος».
Αλίμονο μόνο σε όσους, γεμάτοι υποκρισία, σε τοποθετούν στα λόγια «πρώτα» και στην πράξη σε μετράνε «τελευταία».
Φέτος στη σχολική σου τσάντα δεν πήρες πολλά βιβλία. Αναρωτιέσαι λίγο και θυμάσαι τις ιστορίες που σου έλεγε ο παππούς πως σαν ήταν κι εκείνος μικρός, δεν είχε βιβλία για να διαβάσει. Αυτό σε ανακουφίζει κάπως. Στην αρχή νόμισες πως έκανες κάτι κακό και γι’ αυτό δεν σου έδωσαν βιβλία. Όμως εσύ είσαι τόσο μικρός, πότε πρόλαβες να τους κάνεις να θυμώσουν μαζί σου; Αφού δεν τους έχεις ξαναδεί.
Μετά άκουσες τη μαμά να λέει πως θα πρέπει να πάει στο βιβλιοπωλείο να αγοράσει τα βιβλία που σου λείπουν και έπειτα μια άλλη μαμά, θύμωσε με τη δική σου και της είπε πως τα βιβλία πρέπει να τα δίνει δωρεάν το κράτος. Δεν σου άρεσε που εκείνη η κυρία μίλησε θυμωμένα στη μαμά σου. Αλλά πάλι είδες πως τελικά συμφώνησαν και έτσι ησύχασες κάπως.
Θυμήθηκες πάλι τον παππού σου που σου είπε πως πρέπει να μάθεις γράμματα για να μπορείς να διαβάζεις ό,τι θέλεις και πως πάντα πρέπει να ρωτάς γι’ αυτά που θα θέλεις να μάθεις.
«Ποιους να ρωτάω;» απόρησες τότε.
«Όποιον σου ακονίζει το μυαλό και σου ομορφαίνει την ψυχή», ήταν η απάντηση του παππού. Όμως δεν πρόλαβε να σου πει πώς θα τους ξεχωρίζεις αυτούς που σου ακονίζουν το μυαλό και σου ομορφαίνουν την ψυχή;
Μην ανησυχείς μικρούλη μου, ξεχωρίζουν. Μπορεί να είναι λιγότεροι από όσοι θα έπρεπε αλλά είναι πολύ περισσότεροι από όσοι ίσως φαντάζεσαι. Αρκεί να έχεις το μυαλό και την ψυχή σου ανοιχτά.
 

Χρήστος Επαμ. Κυργιάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου